επίθημα

επίθημα
τό
1) см. επίθεμα; 2) грам, суффикс

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "επίθημα" в других словарях:

  • ἐπίθημα — something put on neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επίθημα — Κατασκευαστικό και αρχιτεκτονικό στοιχείο, χαρακτηριστικό της βυζαντινής αρχιτεκτονικής, το οποίο τοποθετείτο μεταξύ του κιονόκρανου και της γένεσης του υπερκείμενου τόξου. Είχε περίπου το σχήμα ανεστραμμένης κόλουρης πυραμίδας και χρησίμευε στο… …   Dictionary of Greek

  • επίθημα — το, ατος 1. κάλυμμα, σκέπασμα, καπάκι. 2. αναποδογυρισμένη κόλουρη πυραμίδα, τοποθετημένη πάνω στα κιονόκρανα των παλαιοχριστιανικών ναών. 3. (γραμμ.), μονοσύλλαβη ή πολυσύλλαβη κατάληξη που μπαίνει στο τέλος του θέματος των λέξεων για σχηματισμό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -θλον — επίθημα τής Αρχαίας Ελληνικής που μαρτυρείται σε μικρό αριθμό λέξεων, από τις οποίες ορισμένες απαντούν μέχρι σήμερα. Το θ τού επιθήματος είναι το ίδιο με αυτό που απαντά στα θμο και θρο , αλλά δεν είναι γνωστό αν πρόκειται για προσδιοριστικό τής …   Dictionary of Greek

  • -ίας — επίθημα με μεγάλη παραγωγική δύναμη ήδη από την Αρχαία Ελληνική, που εμφανίζεται μέχρι σήμερα σε λ. με ποικιλία σημασιών. Ανάγεται σε ΙE * iyā και μαρτυρείται σε λίγες λ. ήδη στον Όμηρο, ενώ χρησιμοποιήθηκε ευρύτερα στην ιων. αττ. και στην Κοινή …   Dictionary of Greek

  • -θμος — επίθημα που εμφανίζεται σε αρκετές λ. τής Αρχαίας, από τις οποίες μερικές μαρτυρούνται και στη Νέα Ελληνική. Προήλθε από τον συνδυασμό τού επιθήματος mo ( μο ) που δηλώνει ενέργεια, με την παρέκταση dh ( θ ) που απαντά και σε άλλα επιθήματα (πρβλ …   Dictionary of Greek

  • τοὐπίθημα — ἐπίθημα , ἐπίθημα something put on neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ουριά — επίθημα θηλυκών ουσ. τής Νέας Ελληνικής που σχηματίστηκε από την κατάλ. ούρα* + κατάλ. ιά.Παραδείγματα ουσ. σε ουριά: βλαχουριά, γυφτουριά, κλεφτουριά, κουμπουριά, λασπουριά, λεβεντουριά, μαγκουριά, μουτζουριά …   Dictionary of Greek

  • ἐπιθημάτων — ἐπίθημα something put on neut gen pl ἐπιθηματόω put a lid upon imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἐπιθηματόω put a lid upon imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιθήμασι — ἐπίθημα something put on neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιθήματα — ἐπίθημα something put on neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»